υπεργλυκαιμία

υπεργλυκαιμία
(Ιατρ.). Η αύξηση του σάκχαρου του αίματος πάνω από 1,20% γραμ. Σε φυσιολογική κατάσταση, το επίπεδο γλυκαιμίας κυμαίνεται από 0,85 γραμ. έως 1,20 γραμ. σε κάθε λίτρο αίματος. Ύστερα από γεύματα πλούσια σε υδατάνθρακες, ακόμα και σε φυσιολογικά άτομα, το ποσό του σάκχαρου μπορεί να φτάσει σε 1,60 γραμ. Πάνω από 1,60 γραμ. η υ. συνοδεύεται από γλυκοσουρία (παρουσία σάκχαρου στα ούρα), οπότε και γίνεται δυνατή η παρακολούθηση του διαβήτη, η εξέλιξή του και η διαιτητική ρύθμιση του.
* * *
η Ν
ιατρ. αύξηση τού σακχάρου τού αίματος πάνω από το ανώτατο κανονικό όριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperglycemia < υπερ-* + γλυκαιμία / γλυχαιμία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπεργλυκαιμία — υπεργλυκαιμία, η και υπεργλυχαιμία, η παθολογική αύξηση του σακχάρου του αίματος πάνω από το 1,20‰ γρμ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπεργλυκαιμικός — ή, ό, Ν [υπεργλυκαιμία] ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπεργλυκαιμία 2. αυτός που πάσχει από υπεργλυκαιμία …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • γλυκαιμία — Όρος που περιγράφει την αύξηση του ποσού του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα. Φυσιολογικά το ποσό αυτό της γλυκόζης σε νηστικό άτομο το πρωί κυμαίνεται από 80 έως 120 mg ανά 100 ml αίματος· ύστερα από γεύμα και μάλιστα πλούσιο σε σάκχαρο μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • φαιοχρωμοκύτωμα — το, Ν ιατρ. όγκος τών χρωμόφιλων κυττάρων τής μυελώδους ουσίας τών επινεφριδίων, που εκκρίνει αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη, ή τού χρωμόφιλου ιστού τών γαγγλίων τού νευρικού συστήματος, που εκκρίνει μόνον νοραδρεναλίνη, όγκος που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοκορτικοειδή — Στεροειδείς ορμόνες με κύριους εκπροσώπους την κορτιζόλη και την κορτικοστερόνη. Η βιοσύνθεσή τους γίνεται στον φλοιό των επινεφριδίων με πρώτη ύλη τη χοληστερόλη, μέσω μιας διαδικασίας που είναι γνωστή ως στεροειδογένεση. Οι ορμόνες αυτές… …   Dictionary of Greek

  • επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ …   Dictionary of Greek

  • ψυχοσωματική — Τομέας της ιατρικής, που μελετά τον ρόλο των ψυχικών παραγόντων στην εμφάνιση οργανικών παθήσεων. Η επίδραση αυτή μπορεί να αφορά τόσο την αιτιολογία όσο και τη συμπτωματολογία ή τη θεραπεία πολυάριθμων φαινομένων. Μόνο κατά τον 20ό αι., ιδίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”